αγγελομαχώ

αγγελομαχώ
(-άς, -ά), αγγελομάχησα, ίδιας σημασίας με το αγγελοκρούω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγγελομαχώ — αγωνίζομαι με τον άγγελο τού θανάτου, ψυχομαχώ, πνέω τα λοίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελομάχος < άγγελος + μάχομαι] …   Dictionary of Greek

  • αγγελομάχημα — το [αγγελομαχώ] επιθανάτια αγωνία, ψυχορράγημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”